- υπό
- ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Αδισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ.ΣΥΝΤΑΞΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία μιας πράξης και, ειδικότερα, το πρόσωπο που ενεργεί, το πρόσωπο δηλαδή με τού οποίου την δράση γίνεται κάτι, και το πράγμα, ιδίως το συναίσθημα, με την επίδραση τού οποίου γίνεται ή επέρχεται κάτι (α. «εκλήθη υπό τού ανακριτού» β. «εγκλημάτισε κινούμενος υπό τού μίσους που ένιωθε γι' αυτήν» γ. «ὑφ' ὑμῶν αὐτῶν καὶ μὴ ὑπὸ τῶν πολεμίων τοῡτο παθεῑν», Θουκ.δ. «ὑπὸ δέους ἔρρηξε φωνήν», Ηρόδ.ε. «ἐνδακρύειν, ἀνολολύξαι χαρᾱς ὕπο», Αισχύλ.)2. το μέσο ή το όργανο με το οποίο γίνεται κάτι (α. «επλήγη υπό τού κεραυνού» β. «ὑπὸ δὲ ἀρετῆς τε καὶ προθυμίης Πλαταιέες... συνεπλήρουν τοῑσι Ἀθηναίοισι τὰς νέας», Ηρόδ.)3. οτιδήποτε συνοδεύει μια πράξη (α. «τής έκανε πρόταση γάμου υπό το φως τών κεριών» β. «ὑπὸ φανοῡ πορεύεσθαι», Ξεν.γ. «καταθάψομεν... ὑπὸ κλαυθμῶν», Σοφ.)II. (με αιτ.) δηλώνει: 1. τον τόπο, το τοπικό σημείο κάτω από το οποίο βρίσκεται κάποιος ή κάτι (α. «υπό την επιφάνεια τής θάλασσας» β. «Ἀρκαδίην ὑπὸ Κυλλήνης ὄρος», Ομ. Ιλ.γ. «τὸ ὑπὸ τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.)2. μτφ. την υποταγή ή την εξάρτηση (α. «είμαι υπό τας διαταγάς σας» β. «υπό τον ζυγό τής σκλαβιάς» γ. «τάδε πάντα πειράσασθαι ὑπὸ σφᾱς ποιεῑσθαι», Θουκ.)3. τον χρόνο και, ειδικότερα, την διάρκεια ενέργειας ή κατάστασης (α. «η πρότασή του είναι υπό σκέψη» β. «είμαι υπό παρακολούθηση» γ. «πάνθ' ὑπὸ μηνιθμόν» — καθ' όλη την διάρκεια τής οργής, Ομ. Ιλ.)νεοελλ.(κυρίως με αιτ.) δηλώνει: 1. την θέση ενός προσώπου ή πράγματος το οποίο βρίσκεται κάτω από κάτι άλλο ή σε μια κατώτερη βαθμίδα (α. «υπό σκιάν» β. «υπό το μηδέν»)2. εξαναγκασμό, επιβολή (α. «υπό την πίεση τών περιστάσεων» β. «υπό το κράτος τού φόβου»)3. περιορισμό («υπό τον όρο ότι...»)4. το ενώπιον, μπροστά σε... («κάπνιζε υπό τα όμματα τών γονέων του»)5. τον τρόπο («υπό την μορφή υπομνήματος»)6. (ως επίρρ.) μτφ. σε κατώτερη θέση, από κάτω («θέλει πάντα να τόν έχει υπό»)7. φρ. α) «υπ' ατμόν» — σε αναμονή ή σε ετοιμότηταβ) «υπό τα όπλα» — σε ενεργό στρατιωτική υπηρεσίαγ) «είναι υπό αίρεσιν» — είναι αμφίβολοδ) «λαμβάνω υπ' όψιν» — υπολογίζωε) «λαμβάνω κάτι υπό σημείωσιν» — καταχωρίζω κάτι στην μνήμη μου για να μην τό ξεχάσωαρχ.ΣΥΝΤΑΞΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (με τοπ. σημ.) το πράγμα κάτω από το οποίο έρχεται ή εξέρχεται κάτι (α. «ὑπὸ χθονὸς ἧκε φόωσδε», Ησίοδ.β. «αὖτις ἀναστήσονται ὑπὸ ζόφου», Ομ. Ιλ.)2. την απαλλαγή ή την διάσωση από την δύναμη ή την εξουσία στην οποία υπόκειται κάποιος («ἵππους μὲν λῡσαν ὑπὸ ζυγοῡ», Ομ. Ιλ.)3. το πράγμα κάτω από το οποίο βρίσκεται ή τοποθετείται κάτι, συχνά και με την συνύπαρξη τής έννοιας τής κίνησης (α. «μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.β. «τοὺς μὲν ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης πέμψαν», Ησίοδ.)4. το πρόσωπο μέσω τού οποίου ενεργεί κάποιος («ὑπὸ κήρυκος προαγορεύειν», Ηρόδ.)5. την άμεση ενέργεια ενός προσώπου αλλά και το περαιτέρω αποτέλεσμά της («φεύγω ὑπὸ τινος» — καταδιώκομαι από κάποιον και στην συνέχεια φεύγω, Ομ. Ιλ.)6. την ρυθμική ή μουσική συνοδεία μιας πράξης (α. «πίνειν ὑπὸ σάλπιγγος», Αριστοφ.β. «κωμάζειν ὑπ' αὐλοῡ», Ησίοδ.)7. μια ενέργεια που γίνεται ταυτόχρονα, δηλαδή συνοδεύει μια πράξη («ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ' Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)II. (με δοτ.) δηλώνει: 1. (με τοπ. σημ.) τον τόπο και, ειδικότερα, το αντικείμενο ή την περιοχή κάτω από την οποία βρίσκεται κάτι (α. «ὑπὸ ποσσὶ», Ομ. Ιλ.β. «ὑπὸ Τμώλῳ» — στις υπώρειες τού Τμώλου, Ομ. Ιλ.γ. «ὑπὸ τῇ ἀκροπόλει», Ηρόδ.)2. το πρόσωπο με τού οποίου την δύναμη, την εξουσία ή την επίδραση γίνεται κάτι («ἐφόβηθεν ὑφ' Ἕκτορι», Ομ. Ιλ.)3. την υποταγή ή την εξάρτηση («δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ' αὐτῷ», Ομ. Οδ.)4. την λογική υπόταξη ορισμένων πραγμάτων τα οποία υπάγονται σε μια γενικότερη κατηγορία («ὄργανα... τὰ ὑπὸ τῇ μουσικῇ», Πλάτ.)4. (γενικά) το πρόσωπο, το πράγμα ή την ενέργεια που συνοδεύει μια πράξη (α. «ὑπὸ ῥάβδοις καὶ πελέκεσι κατιών» — δηλαδή συνοδευόμενος από ραβδούχους, Πλούτ.β. «ὑπ' αὐλητῆρι προσθ' ἔκιον» — προχωρούσα συνοδευόμενος από την μουσική αυλητού, Ησίοδ.γ. «ἐξ ἁλὸς... εἶσι πνοῇ ὑπὸ Ζεφύροιο», Ομ. Οδ.)III. (με αιτ.) δηλώνει: 1. (με τοπ. σημ.) την κίνηση προς κάτι και κάτω από αυτό (α. «ἰέναι ὑπὸ γαῑαν», Ομ. Ιλ.β. «ὑπὸ τεῑχος», Ομ. Ιλ.)2. την λογική ένταξη ορισμένων πραγμάτων σε μια γενικότερη κατηγορία («οἱ ὑπὸ τὸ ψεῡδος τεταγμένοι», Λουκιαν.)3. (με χρον. σημ.) μόλις μετά..., όταν (α. «νύχθ' ὕπο τήνδ' ὀλοὴν» — κατά την νύχτα, όταν επήλθε η νύχτα, Ομ. Ιλ.β. «ὑπὸ ταῡτα» — σε αυτούς τους χρόνους, τότε περίπου, Ηρόδ.)4. την μουσική συμφωνία («ὑπ' ὄρχησιν καὶ ᾠδήν», Πλάτ.)IV. 'Αλλες χρήσεις: 1. (με το μόριο τι και με επιρρμ. σημ.) σε κάποιο βαθμό, σε κάποιο μέτρο («ταῡτ' ἐστὶν ὑπό τι ἄτοπα», Πλάτ.)2. ως επίρρ.: α) (με τοπ. σημ.) i) από κάτω («ἔνθα μοι ἵπποι δώδεκα θήλειαι, ὑπὸ δὲ ἡμίονοι ταλαεργοὶ», Ομ. Οδ.)ii) πίσω («ὑπὸ δὲ φαρετρῶνες ἐκρέμαντο», Ηρόδ.)β) μτφ. ανεπαίσθητα («τοῑσι δὲ πᾱσιν ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο», Ομ. Ιλ.)V. Θέση: 1. η πρόθεση είναι δυνατόν να επιτάσσεται, οπότε και επισυμβαίνει η αναστροφή της, γίνεται δηλαδή ὕπο2. (ειδικότερα) στον Όμηρο συχνά γίνεται με τμήση ο χωρισμός αυτής τής πρόθεσης από το ρήμα, ενώ, επίσης συχνά, η ὑπό επιτάσσεται, με αποτέλεσμα την αναστροφή της («φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ», Ομ. Οδ.)VI. Φράσεις: α) «τρέφομαι ὑπό τινι» — ανατρέφομαι με την φροντίδα, την κηδεμονία κάποιου (Πλάτ.)β) «ὑπὸ τὴν κατάλυσιν» — κατά το τέλος (Ξεν.)γ) «ὑπὸ δικαστήριον ἄγω» — χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί ότι οι δικαστικές έδρες βρίσκονται ψηλότερα από τις υπόλοιπες (Ηρόδ.)δ) «εἰμί ὑπό τινι» — είμαι υποτελής σε κάποιον (Θουκ.)ε) «ὑφ' ἅρματι» — ζευγμένος στο άρμα (Ομ. Ιλ.)στ) «κατακλίνομαι ὑπό τινι»(σχετικά με συμπόσιο) παίρνω θέση στο ανάκλιντρο αμέσως μετά από κάποιον (Πλάτ.)ζ) «ὑπὸ πομπῆς ἐξάγω τινα» — οδηγώ κάποιον μακριά με την συνοδεία πομπής (Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρόθεση ὑπὸ ανάγεται σε ΙΕ τ. *upo «κάτω, από κάτω» και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. upa, αβεστ. upa, γοτθ. uf, αρχ. ιρλδ. fo. Στην Λατινική χρησιμοποιήθηκε ο τ. sub με δυσερμήνευτο αρκτικό s- (πρβλ. ὑπέρ: super). Αρχική σημ. τού τ. θεωρείται η «κάτω, από κάτω προς τα πάνω», από όπου οι σημ. τών ὑπέρ*, ὕπατος*, ὕπτιος*, ὕψι*. Ο τ. ὑπό είχε στην Αρχαία Ελληνική και χρήση επιρρήματος με σημ. «πίσω» και «ανεπαίσθητα» και μάλιστα με επιρρηματική χρήση μαρτυρείται και στην Μυκηναϊκή. Ο τ. ὑπαί μαρτυρείται στον Όμηρο, πριν από τα λ, ν, ρ, F (πρβλ. καταί, παραί), ο τ. ὑπά θα μπορούσε να θεωρηθεί αναλογικός τών κατά, μετά, ο τ. ὑπύ σχηματίστηκε πιθ. αφομοιωτικά ενώ ο αρκαδ. τ. ὁπύ εμφανίζει το ίδιο ληκτικό φωνήεν με το ἀπύ* και το αρκτικό ὁ- οφείλεται πιθ. σε ανομοίωση. Η πρόθεση υπό, τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με την μορφή υπ(ο)- και υφ- (πριν από δασυνόμενη λ.) σε μεγάλο αριθμό σύνθ. τής Ελληνικής (βλ. λ. υπ[ο])].
Dictionary of Greek. 2013.